- χιονόχροος
- χῐονό-χροος, ον, heterocl. acc. pl. -χροας,A snow-white,
μᾶζαι Philox.2.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μᾶζαι Philox.2.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιονόχροος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, ουν, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού, χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χροος / χρους (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό χροος / χρους] … Dictionary of Greek
χιονόχροον — χιονόχροος snow white masc/fem acc sg χιονόχροος snow white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονόχρους — ουν, Μ (συνηρ. τ.) βλ. χιονόχροος … Dictionary of Greek
χιονόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ χιονόχροος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό χρως, μολυβδό χρως] … Dictionary of Greek